Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὐφέλλαν
ὀφείλεια
ὀφειλέσιον
ὀφειλέτης
ὀφειλέω
ὀφειλή
ὀφείλημα
ὀφειλόντως
ὀφείλω
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
ὄφελμα
ὄφελμα2
ὀφελμός
ὀφελός
ὄφελος
View word page
ὀφελής
advantageous
ShortDef
advantageous
Debugging
Headword:
ὀφελής
Headword (normalized):
ὀφελής
Headword (normalized/stripped):
οφελης
IDX:
63862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63863
Key:
Data
{'content': 'advantageous'}