Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὑτωτρόπως
οὐφέλλαν
ὀφείλεια
ὀφειλέσιον
ὀφειλέτης
ὀφειλέω
ὀφειλή
ὀφείλημα
ὀφειλόντως
ὀφείλω
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
ὄφελμα
ὄφελμα2
ὀφελμός
ὀφελός
View word page
Ὀφελέστης
pr.n., Ophelestes

ShortDef

pr.n., Ophelestes

Debugging

Headword:
Ὀφελέστης
Headword (normalized):
ὀφελέστης
Headword (normalized/stripped):
οφελεστης
IDX:
63861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63862
Key:

Data

{'content': 'pr.n., Ophelestes'}