Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὕτω
οὕτως
οὑτωτρόπως
οὐφέλλαν
ὀφείλεια
ὀφειλέσιον
ὀφειλέτης
ὀφειλέω
ὀφειλή
ὀφείλημα
ὀφειλόντως
ὀφείλω
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
ὄφελμα
ὄφελμα2
View word page
ὀφειλόντως
as of debt, deservedly

ShortDef

as of debt, deservedly

Debugging

Headword:
ὀφειλόντως
Headword (normalized):
ὀφειλόντως
Headword (normalized/stripped):
οφειλοντως
IDX:
63859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63860
Key:

Data

{'content': 'as of debt, deservedly'}