Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπτωτος
ἀναπυνθάνομαι
ἀναπυρέττω
ἀναπυρίζω
ἀναπυρόω
ἀναπυρσεύω
ἀνάπυστος
ἀναπυτίζω
ἀναπωλέω
ἀναπωμάζω
ἀνάπωσις
ἀνάπωτις
ἄναρ
ἀναράομαι
ἀνάρβυλος
ἀναργυρία
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
View word page
ἀνάπωσις
a drinking up

ShortDef

a drinking up

Debugging

Headword:
ἀνάπωσις
Headword (normalized):
ἀνάπωσις
Headword (normalized/stripped):
αναπωσις
IDX:
6385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6386
Key:

Data

{'content': 'a drinking up'}