Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὑτοσί
οὕτω
οὕτως
οὑτωτρόπως
οὐφέλλαν
ὀφείλεια
ὀφειλέσιον
ὀφειλέτης
ὀφειλέω
ὀφειλή
ὀφείλημα
ὀφειλόντως
ὀφείλω
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
ὄφελμα
View word page
ὀφείλημα
that which is owed, a debt
ShortDef
that which is owed, a debt
Debugging
Headword:
ὀφείλημα
Headword (normalized):
ὀφείλημα
Headword (normalized/stripped):
οφειλημα
IDX:
63858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63859
Key:
Data
{'content': 'that which is owed, a debt'}