Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὗτος
οὑτοσί
οὕτω
οὕτως
οὑτωτρόπως
οὐφέλλαν
ὀφείλεια
ὀφειλέσιον
ὀφειλέτης
ὀφειλέω
ὀφειλή
ὀφείλημα
ὀφειλόντως
ὀφείλω
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
View word page
ὀφειλή
a debt
ShortDef
a debt
Debugging
Headword:
ὀφειλή
Headword (normalized):
ὀφειλή
Headword (normalized/stripped):
οφειλη
IDX:
63857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63858
Key:
Data
{'content': 'a debt'}