Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐσιάζω
οὐσιακός
οὐσιάρχης
οὐσιοπάτωρ
οὐσιοποιός
οὐσιότης
οὐσιόω
Οὐσίπαι
οὐσιώδης
οὐσίωσις
οὐσιωτικός
οὐσιωτός
οὖσον
οὐτάζω
οὐτάω
οὔτε
οὔτησις
οὐτήτειρα
οὔτι
οὐτιδανός
οὔτις
View word page
οὐσιωτικός
substantified, substantive

ShortDef

substantified, substantive

Debugging

Headword:
οὐσιωτικός
Headword (normalized):
οὐσιωτικός
Headword (normalized/stripped):
ουσιωτικος
IDX:
63834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63835
Key:

Data

{'content': 'substantified, substantive'}