Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὖρος2
οὖρος3
οὐροτομέω
οὐρώδης
οὖς
οὐσία
οὐσιάζω
οὐσιακός
οὐσιάρχης
οὐσιοπάτωρ
οὐσιοποιός
οὐσιότης
οὐσιόω
Οὐσίπαι
οὐσιώδης
οὐσίωσις
οὐσιωτικός
οὐσιωτός
οὖσον
οὐτάζω
οὐτάω
View word page
οὐσιοποιός
creating substance

ShortDef

creating substance

Debugging

Headword:
οὐσιοποιός
Headword (normalized):
οὐσιοποιός
Headword (normalized/stripped):
ουσιοποιος
IDX:
63828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63829
Key:

Data

{'content': 'creating substance'}