Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐρέω
οὐρέω2
οὐρή
οὐρηβόρος
οὐρήθρα
οὔρημα
οὐρηρός
οὔρησις
οὐρητήρ
οὐρητιάω
οὐρητικός
οὐρητός
οὐρητρίς
Οὐρία
οὐρία2
Οὐρίας
οὐρίαχος
οὐριβάτας
οὐριβάτης
οὐρίζω
οὐρίζω2
View word page
οὐρητικός
inclined to urinate much

ShortDef

inclined to urinate much

Debugging

Headword:
οὐρητικός
Headword (normalized):
οὐρητικός
Headword (normalized/stripped):
ουρητικος
IDX:
63789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63790
Key:

Data

{'content': 'inclined to urinate much'}