Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὐρανοβάμων
οὐρανοβατέω
οὐρανογνώμων
οὐρανογραφία
οὐρανόδεικτος
οὐρανοδρόμος
οὐρανοειδής
οὐρανόεις
οὐρανόθεν
οὐρανοθεσία
οὐρανόθι
οὐρανοκάτοικος
οὐρανοκευθμωνοδίαιτος
οὐρανοκλῖμαξ
οὐρανομάκης
οὐρανομήκης
οὐρανομίμητος
οὐρανόνικος
οὐρανόπαις
οὐρανοπετής
οὐρανόπλαγκτος
View word page
οὐρανόθι
in heaven, in the heavens
ShortDef
in heaven, in the heavens
Debugging
Headword:
οὐρανόθι
Headword (normalized):
οὐρανόθι
Headword (normalized/stripped):
ουρανοθι
IDX:
63740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63741
Key:
Data
{'content': 'in heaven, in the heavens'}