Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὐρανιάζω
Οὐρανιάς
Οὐρανίδας
Οὐρανίδης
οὐρανίζω
οὐράνιος
οὐρανίσκος
οὐρανίων
Οὐρανίωνες
οὐρανοβάμων
οὐρανοβατέω
οὐρανογνώμων
οὐρανογραφία
οὐρανόδεικτος
οὐρανοδρόμος
οὐρανοειδής
οὐρανόεις
οὐρανόθεν
οὐρανοθεσία
οὐρανόθι
οὐρανοκάτοικος
View word page
οὐρανοβατέω
walk
ShortDef
walk
Debugging
Headword:
οὐρανοβατέω
Headword (normalized):
οὐρανοβατέω
Headword (normalized/stripped):
ουρανοβατεω
IDX:
63731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63732
Key:
Data
{'content': 'walk'}