Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐραγωγός
οὐραῖος
οὐράνη
Οὐρανία
οὐρανιάζω
Οὐρανιάς
Οὐρανίδας
Οὐρανίδης
οὐρανίζω
οὐράνιος
οὐρανίσκος
οὐρανίων
Οὐρανίωνες
οὐρανοβάμων
οὐρανοβατέω
οὐρανογνώμων
οὐρανογραφία
οὐρανόδεικτος
οὐρανοδρόμος
οὐρανοειδής
οὐρανόεις
View word page
οὐρανίσκος
the vault of a room

ShortDef

the vault of a room

Debugging

Headword:
οὐρανίσκος
Headword (normalized):
οὐρανίσκος
Headword (normalized/stripped):
ουρανισκος
IDX:
63727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63728
Key:

Data

{'content': 'the vault of a room'}