Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὐραγός
οὐραγωγός
οὐραῖος
οὐράνη
Οὐρανία
οὐρανιάζω
Οὐρανιάς
Οὐρανίδας
Οὐρανίδης
οὐρανίζω
οὐράνιος
οὐρανίσκος
οὐρανίων
Οὐρανίωνες
οὐρανοβάμων
οὐρανοβατέω
οὐρανογνώμων
οὐρανογραφία
οὐρανόδεικτος
οὐρανοδρόμος
οὐρανοειδής
View word page
οὐράνιος
heavenly, of or in heaven, dwelling in heaven
ShortDef
heavenly, of or in heaven, dwelling in heaven
Debugging
Headword:
οὐράνιος
Headword (normalized):
οὐράνιος
Headword (normalized/stripped):
ουρανιος
IDX:
63726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63727
Key:
Data
{'content': 'heavenly, of or in heaven, dwelling in heaven'}