Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὐραγία
οὐραγός
οὐραγωγός
οὐραῖος
οὐράνη
Οὐρανία
οὐρανιάζω
Οὐρανιάς
Οὐρανίδας
Οὐρανίδης
οὐρανίζω
οὐράνιος
οὐρανίσκος
οὐρανίων
Οὐρανίωνες
οὐρανοβάμων
οὐρανοβατέω
οὐρανογνώμων
οὐρανογραφία
οὐρανόδεικτος
οὐρανοδρόμος
View word page
οὐρανίζω
reach to heaven
ShortDef
reach to heaven
Debugging
Headword:
οὐρανίζω
Headword (normalized):
οὐρανίζω
Headword (normalized/stripped):
ουρανιζω
IDX:
63725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63726
Key:
Data
{'content': 'reach to heaven'}