Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐπώποτε
οὔπως
οὐρά
οὐραγέω
οὐραγία
οὐραγός
οὐραγωγός
οὐραῖος
οὐράνη
Οὐρανία
οὐρανιάζω
Οὐρανιάς
Οὐρανίδας
Οὐρανίδης
οὐρανίζω
οὐράνιος
οὐρανίσκος
οὐρανίων
Οὐρανίωνες
οὐρανοβάμων
οὐρανοβατέω
View word page
οὐρανιάζω
throw

ShortDef

throw

Debugging

Headword:
οὐρανιάζω
Headword (normalized):
οὐρανιάζω
Headword (normalized/stripped):
ουρανιαζω
IDX:
63721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63722
Key:

Data

{'content': 'throw'}