Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
ἀνάπτυσις
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀνάπτωσις
ἀνάπτωτος
ἀναπυνθάνομαι
ἀναπυρέττω
ἀναπυρίζω
ἀναπυρόω
ἀναπυρσεύω
ἀνάπυστος
View word page
ἀναπτυχή
the expanse
ShortDef
the expanse
Debugging
Headword:
ἀναπτυχή
Headword (normalized):
ἀναπτυχή
Headword (normalized/stripped):
αναπτυχη
IDX:
6371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6372
Key:
Data
{'content': 'the expanse'}