Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
ἀνάπτυσις
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀνάπτωσις
ἀνάπτωτος
ἀναπυνθάνομαι
ἀναπυρέττω
ἀναπυρίζω
ἀναπυρόω
View word page
ἀνάπτυσις
expectoration

ShortDef

expectoration

Debugging

Headword:
ἀνάπτυσις
Headword (normalized):
ἀνάπτυσις
Headword (normalized/stripped):
αναπτυσις
IDX:
6369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6370
Key:

Data

{'content': 'expectoration'}