Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
ἀνάπτυσις
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀνάπτωσις
ἀνάπτωτος
ἀναπυνθάνομαι
ἀναπυρέττω
ἀναπυρίζω
View word page
ἀνάπτυξις
opening, gaping
ShortDef
opening, gaping
Debugging
Headword:
ἀνάπτυξις
Headword (normalized):
ἀνάπτυξις
Headword (normalized/stripped):
αναπτυξις
IDX:
6368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6369
Key:
Data
{'content': 'opening, gaping'}