Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐλόομαι
οὐλοποίησις
οὐλοποιός
οὐλόπους
οὐλοπρόσωπος
οὖλος
οὖλος2
οὖλος3
οὖλος4
οὐλόσφαιρα
οὐλότης
οὐλοτριχέω
οὐλοφυής
οὐλόφυλλος
οὐλοχοεῖον
οὐλοχύται
οὐλόχυται
οὐλοχυτέομαι
Οὐλυμπόθεν
οὔλω
οὔλωσις
View word page
οὐλότης
curliness, woolliness

ShortDef

curliness, woolliness

Debugging

Headword:
οὐλότης
Headword (normalized):
οὐλότης
Headword (normalized/stripped):
ουλοτης
IDX:
63687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63688
Key:

Data

{'content': 'curliness, woolliness'}