Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐλόκερως
οὐλομελής
οὐλομελίη
οὐλόμενος
οὐλομέτ[ριον
οὖλον
οὐλόομαι
οὐλοποίησις
οὐλοποιός
οὐλόπους
οὐλοπρόσωπος
οὖλος
οὖλος2
οὖλος3
οὖλος4
οὐλόσφαιρα
οὐλότης
οὐλοτριχέω
οὐλοφυής
οὐλόφυλλος
οὐλοχοεῖον
View word page
οὐλοπρόσωπος
with scars on the face

ShortDef

with scars on the face

Debugging

Headword:
οὐλοπρόσωπος
Headword (normalized):
οὐλοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
ουλοπροσωπος
IDX:
63681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63682
Key:

Data

{'content': 'with scars on the face'}