Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλομελής
οὐλομελίη
οὐλόμενος
οὐλομέτ[ριον
οὖλον
οὐλόομαι
οὐλοποίησις
οὐλοποιός
οὐλόπους
οὐλοπρόσωπος
οὖλος
οὖλος2
οὖλος3
οὖλος4
οὐλόσφαιρα
οὐλότης
οὐλοτριχέω
οὐλοφυής
οὐλόφυλλος
View word page
οὐλόπους
all hoofs (LSJ sv οὐλοκάρηνος)

ShortDef

all hoofs (LSJ sv οὐλοκάρηνος)

Debugging

Headword:
οὐλόπους
Headword (normalized):
οὐλόπους
Headword (normalized/stripped):
ουλοπους
IDX:
63680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63681
Key:

Data

{'content': 'all hoofs (LSJ sv οὐλοκάρηνος)'}