Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
ἀνάπτυσις
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀνάπτωσις
ἀνάπτωτος
ἀναπυνθάνομαι
ἀναπυρέττω
View word page
ἀνάπτυκτος
that may be opened

ShortDef

that may be opened

Debugging

Headword:
ἀνάπτυκτος
Headword (normalized):
ἀνάπτυκτος
Headword (normalized/stripped):
αναπτυκτος
IDX:
6367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6368
Key:

Data

{'content': 'that may be opened'}