Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐλόθριξ
οὐλοθυσία
οὐλοθυτέω
οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλομελής
οὐλομελίη
οὐλόμενος
οὐλομέτ[ριον
οὖλον
οὐλόομαι
οὐλοποίησις
οὐλοποιός
οὐλόπους
οὐλοπρόσωπος
οὖλος
οὖλος2
οὖλος3
οὖλος4
οὐλόσφαιρα
οὐλότης
View word page
οὐλόομαι
to be scarred over

ShortDef

to be scarred over

Debugging

Headword:
οὐλόομαι
Headword (normalized):
οὐλόομαι
Headword (normalized/stripped):
ουλοομαι
IDX:
63677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63678
Key:

Data

{'content': 'to be scarred over'}