Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐλοδέτης
οὐλόθριξ
οὐλοθυσία
οὐλοθυτέω
οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλομελής
οὐλομελίη
οὐλόμενος
οὐλομέτ[ριον
οὖλον
οὐλόομαι
οὐλοποίησις
οὐλοποιός
οὐλόπους
οὐλοπρόσωπος
οὖλος
οὖλος2
οὖλος3
οὖλος4
οὐλόσφαιρα
View word page
οὖλον
the gums

ShortDef

the gums

Debugging

Headword:
οὖλον
Headword (normalized):
οὖλον
Headword (normalized/stripped):
ουλον
IDX:
63676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63677
Key:

Data

{'content': 'the gums'}