Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐλίριος
οὐλοβόρος
οὐλοδέτης
οὐλόθριξ
οὐλοθυσία
οὐλοθυτέω
οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλομελής
οὐλομελίη
οὐλόμενος
οὐλομέτ[ριον
οὖλον
οὐλόομαι
οὐλοποίησις
οὐλοποιός
οὐλόπους
οὐλοπρόσωπος
οὖλος
οὖλος2
οὖλος3
View word page
οὐλόμενος
destructive, baneful

ShortDef

destructive, baneful

Debugging

Headword:
οὐλόμενος
Headword (normalized):
οὐλόμενος
Headword (normalized/stripped):
ουλομενος
IDX:
63674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63675
Key:

Data

{'content': 'destructive, baneful'}