Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐλιαζόεις
οὔλιος
οὔλιος2
οὐλίριος
οὐλοβόρος
οὐλοδέτης
οὐλόθριξ
οὐλοθυσία
οὐλοθυτέω
οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλομελής
οὐλομελίη
οὐλόμενος
οὐλομέτ[ριον
οὖλον
οὐλόομαι
οὐλοποίησις
οὐλοποιός
οὐλόπους
οὐλοπρόσωπος
View word page
οὐλόκερως
with twisted horns

ShortDef

with twisted horns

Debugging

Headword:
οὐλόκερως
Headword (normalized):
οὐλόκερως
Headword (normalized/stripped):
ουλοκερως
IDX:
63671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63672
Key:

Data

{'content': 'with twisted horns'}