Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὖλε
οὐλή
οὐλιαζόεις
οὔλιος
οὔλιος2
οὐλίριος
οὐλοβόρος
οὐλοδέτης
οὐλόθριξ
οὐλοθυσία
οὐλοθυτέω
οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλομελής
οὐλομελίη
οὐλόμενος
οὐλομέτ[ριον
οὖλον
οὐλόομαι
οὐλοποίησις
οὐλοποιός
View word page
οὐλοθυτέω
offer a whole

ShortDef

offer a whole

Debugging

Headword:
οὐλοθυτέω
Headword (normalized):
οὐλοθυτέω
Headword (normalized/stripped):
ουλοθυτεω
IDX:
63669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63670
Key:

Data

{'content': 'offer a whole'}