Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
ἀνάπτυσις
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀνάπτωσις
ἀνάπτωτος
ἀναπυνθάνομαι
View word page
ἄναπτος
not to be touched, impalpable

ShortDef

not to be touched, impalpable

Debugging

Headword:
ἄναπτος
Headword (normalized):
ἄναπτος
Headword (normalized/stripped):
αναπτος
IDX:
6366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6367
Key:

Data

{'content': 'not to be touched, impalpable'}