Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὐλαί
οὐλαμηφόρος
οὐλαμός
οὐλαμώνυμος
οὐλάς
οὐλαφηφόρος
οὖλε
οὐλή
οὐλιαζόεις
οὔλιος
οὔλιος2
οὐλίριος
οὐλοβόρος
οὐλοδέτης
οὐλόθριξ
οὐλοθυσία
οὐλοθυτέω
οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλομελής
οὐλομελίη
View word page
οὔλιος2
woolly
ShortDef
baleful, baneful
woolly
Debugging
Headword:
οὔλιος2
Headword (normalized):
οὔλιος
Headword (normalized/stripped):
ουλιος2
IDX:
63663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63664
Key:
Data
{'content': 'woolly'}