Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὐκοῦν
οὐλαί
οὐλαμηφόρος
οὐλαμός
οὐλαμώνυμος
οὐλάς
οὐλαφηφόρος
οὖλε
οὐλή
οὐλιαζόεις
οὔλιος
οὔλιος2
οὐλίριος
οὐλοβόρος
οὐλοδέτης
οὐλόθριξ
οὐλοθυσία
οὐλοθυτέω
οὐλοκάρηνος
οὐλόκερως
οὐλομελής
View word page
οὔλιος
baleful, baneful
ShortDef
baleful, baneful
woolly
Debugging
Headword:
οὔλιος
Headword (normalized):
οὔλιος
Headword (normalized/stripped):
ουλιος
IDX:
63662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63663
Key:
Data
{'content': 'baleful, baneful'}