Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
οὐκέτι
οὔκουν
οὐκοῦν
οὐλαί
οὐλαμηφόρος
οὐλαμός
οὐλαμώνυμος
οὐλάς
οὐλαφηφόρος
οὖλε
οὐλή
οὐλιαζόεις
οὔλιος
οὔλιος2
οὐλίριος
οὐλοβόρος
οὐλοδέτης
οὐλόθριξ
οὐλοθυσία
οὐλοθυτέω
οὐλοκάρηνος
View word page
οὐλή
a scar
ShortDef
a scar
Debugging
Headword:
οὐλή
Headword (normalized):
οὐλή
Headword (normalized/stripped):
ουλη
IDX:
63660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63661
Key:
Data
{'content': 'a scar'}