Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
ἀνάπτυσις
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
ἀνάπτωσις
ἀνάπτωτος
View word page
ἀναπτοέω
to scare exceedingly

ShortDef

to scare exceedingly

Debugging

Headword:
ἀναπτοέω
Headword (normalized):
ἀναπτοέω
Headword (normalized/stripped):
αναπτοεω
IDX:
6365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6366
Key:

Data

{'content': 'to scare exceedingly'}