Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
ἀνάπτυσις
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
ἀνάπτω
View word page
ἀναπτερωτός
excitable, fickle

ShortDef

excitable, fickle

Debugging

Headword:
ἀναπτερωτός
Headword (normalized):
ἀναπτερωτός
Headword (normalized/stripped):
αναπτερωτος
IDX:
6363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6364
Key:

Data

{'content': 'excitable, fickle'}