Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐδέποτε
οὐδέπω
οὐδεπώποτε
οὐδέτερος
οὐδετέρωθεν
οὐδετέρωθι
οὐδετέρωσε
οὐδήεις
οὐδός
οὐδός2
Οὑδυσσεύς
οὐδών
Οὐέλιτραι
οὐένετος
Οὐενούσιοι
Οὐερβανός
Οὐεσπασιανός
Οὐέτερ
οὐετερανός
Οὐετουλῖνος
Οὐηιεντία
View word page
Οὑδυσσεύς
[crasis; ὁ Ὀδυσσεύς]

ShortDef

[crasis; ὁ Ὀδυσσεύς]

Debugging

Headword:
Οὑδυσσεύς
Headword (normalized):
οὑδυσσεύς
Headword (normalized/stripped):
ουδυσσευς
IDX:
63631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63632
Key:

Data

{'content': '[crasis; ὁ Ὀδυσσεύς]'}