Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

οὐδέπη
οὐδέποτε
οὐδέπω
οὐδεπώποτε
οὐδέτερος
οὐδετέρωθεν
οὐδετέρωθι
οὐδετέρωσε
οὐδήεις
οὐδός
οὐδός2
Οὑδυσσεύς
οὐδών
Οὐέλιτραι
οὐένετος
Οὐενούσιοι
Οὐερβανός
Οὐεσπασιανός
Οὐέτερ
οὐετερανός
Οὐετουλῖνος
View word page
οὐδός2
[a way > ὁδός]

ShortDef

a threshold
[a way > ὁδός]

Debugging

Headword:
οὐδός2
Headword (normalized):
οὐδός
Headword (normalized/stripped):
ουδος2
IDX:
63630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63631
Key:

Data

{'content': '[a way > ὁδός]'}