Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
ἀνάπτυσις
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
View word page
ἀναπτέρωσις
clamour

ShortDef

clamour

Debugging

Headword:
ἀναπτέρωσις
Headword (normalized):
ἀναπτέρωσις
Headword (normalized/stripped):
αναπτερωσις
IDX:
6362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6363
Key:

Data

{'content': 'clamour'}