Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
ἀνάπτυσις
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
View word page
ἀναπτερύσσομαι
to be furnished with wings
ShortDef
to be furnished with wings
Debugging
Headword:
ἀναπτερύσσομαι
Headword (normalized):
ἀναπτερύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αναπτερυσσομαι
IDX:
6361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6362
Key:
Data
{'content': 'to be furnished with wings'}