Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
ἀνάπτυξις
View word page
ἀναπτεροφορέομαι
fly upwards

ShortDef

fly upwards

Debugging

Headword:
ἀναπτεροφορέομαι
Headword (normalized):
ἀναπτεροφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
αναπτεροφορεομαι
IDX:
6358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6359
Key:

Data

{'content': 'fly upwards'}