Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
ἄναπτος
ἀνάπτυκτος
View word page
ἀναπτεροποιέω
represent as winged

ShortDef

represent as winged

Debugging

Headword:
ἀναπτεροποιέω
Headword (normalized):
ἀναπτεροποιέω
Headword (normalized/stripped):
αναπτεροποιεω
IDX:
6357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6358
Key:

Data

{'content': 'represent as winged'}