Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
Ὀτρυντεΐδης
Ὀτρυντεύς
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄτταβος
ὀττεία
ὀττεύομαι
ὄττις
ὀττοτοῖ
οὖ
οὐ
οὗ
οὗ2
οὐά
οὔα
View word page
ὄτταβος
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ὄτταβος
Headword (normalized):
ὄτταβος
Headword (normalized/stripped):
οτταβος
IDX:
63571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63572
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}