Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
Ὀτρυντεΐδης
Ὀτρυντεύς
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄτταβος
ὀττεία
ὀττεύομαι
ὄττις
ὀττοτοῖ
οὖ
οὐ
View word page
ὀτρυντήρ
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ὀτρυντήρ
Headword (normalized):
ὀτρυντήρ
Headword (normalized/stripped):
οτρυντηρ
IDX:
63567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63568
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}