Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
Ὀτρυντεΐδης
Ὀτρυντεύς
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄτταβος
ὀττεία
ὀττεύομαι
ὄττις
ὀττοτοῖ
οὖ
View word page
Ὀτρυντεύς
Otrynteus
ShortDef
Otrynteus
Debugging
Headword:
Ὀτρυντεύς
Headword (normalized):
ὀτρυντεύς
Headword (normalized/stripped):
οτρυντευς
IDX:
63566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63567
Key:
Data
{'content': 'Otrynteus'}