Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
Ὀτρυντεΐδης
Ὀτρυντεύς
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄτταβος
ὀττεία
ὀττεύομαι
ὄττις
ὀττοτοῖ
View word page
Ὀτρυντεΐδης
pr. n., son of Otrynteus

ShortDef

pr. n., son of Otrynteus

Debugging

Headword:
Ὀτρυντεΐδης
Headword (normalized):
ὀτρυντεΐδης
Headword (normalized/stripped):
οτρυντειδης
IDX:
63565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63566
Key:

Data

{'content': 'pr. n., son of Otrynteus'}