Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
Ὀτρυντεΐδης
Ὀτρυντεύς
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄτταβος
ὀττεία
ὀττεύομαι
ὄττις
View word page
ὀτρυγηφάγος
devouring crops

ShortDef

devouring crops

Debugging

Headword:
ὀτρυγηφάγος
Headword (normalized):
ὀτρυγηφάγος
Headword (normalized/stripped):
οτρυγηφαγος
IDX:
63564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63565
Key:

Data

{'content': 'devouring crops'}