Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀτόστυλλος
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
Ὀτρυντεΐδης
Ὀτρυντεύς
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄτταβος
ὀττεία
ὀττεύομαι
View word page
ὀτρηρός
quick, nimble, busy, ready
ShortDef
quick, nimble, busy, ready
Debugging
Headword:
ὀτρηρός
Headword (normalized):
ὀτρηρός
Headword (normalized/stripped):
οτρηρος
IDX:
63563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63564
Key:
Data
{'content': 'quick, nimble, busy, ready'}