Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄτοβος
ὀτόστυλλος
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
Ὀτρυντεΐδης
Ὀτρυντεύς
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄτταβος
ὀττεία
View word page
Ὀτρηρή
pr. n.
ShortDef
pr. n.
Debugging
Headword:
Ὀτρηρή
Headword (normalized):
ὀτρηρή
Headword (normalized/stripped):
οτρηρη
IDX:
63562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63563
Key:
Data
{'content': 'pr. n.'}