Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀτοβέω
ὄτοβος
ὀτόστυλλος
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
Ὀτρυντεΐδης
Ὀτρυντεύς
ὀτρυντήρ
ὀτρυντικός
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὄτταβος
View word page
ὀτρεύς
mule

ShortDef

mule

Debugging

Headword:
ὀτρεύς
Headword (normalized):
ὀτρεύς
Headword (normalized/stripped):
οτρευς
IDX:
63561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63562
Key:

Data

{'content': 'mule'}