Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
ἀναπτεροφορέομαι
ἀναπτερόω
ἀναπτερυγίζω
ἀναπτερύσσομαι
ἀναπτέρωσις
ἀναπτερωτός
ἀνάπτησις
ἀναπτοέω
View word page
ἀνάπρισις
sawing off

ShortDef

sawing off

Debugging

Headword:
ἀνάπρισις
Headword (normalized):
ἀνάπρισις
Headword (normalized/stripped):
αναπρισις
IDX:
6355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6356
Key:

Data

{'content': 'sawing off'}