Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀτὶς
ὀτλεύω
ὀτλέω
ὄτλημα
ὀτλήμων
ὄτλος
ὀτοβέω
ὄτοβος
ὀτόστυλλος
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
Ὀτρυντεΐδης
View word page
ὀτοτύζω
to wail aloud
ShortDef
to wail aloud
Debugging
Headword:
ὀτοτύζω
Headword (normalized):
ὀτοτύζω
Headword (normalized/stripped):
οτοτυζω
IDX:
63555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63556
Key:
Data
{'content': 'to wail aloud'}