Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁτιοῦν
ὀτὶς
ὀτλεύω
ὀτλέω
ὄτλημα
ὀτλήμων
ὄτλος
ὀτοβέω
ὄτοβος
ὀτόστυλλος
ὀτοτοῖ
ὀτοτύζω
Ὀτοτύξιοι
ὄτρα
ὀτραλέος
ὀτραλέως
ὄτρεα
ὀτρεύς
Ὀτρηρή
ὀτρηρός
ὀτρυγηφάγος
View word page
ὀτοτοῖ
ah! woe!
ShortDef
ah! woe!
Debugging
Headword:
ὀτοτοῖ
Headword (normalized):
ὀτοτοῖ
Headword (normalized/stripped):
οτοτοι
IDX:
63554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63555
Key:
Data
{'content': 'ah! woe!'}